- τοξευτικός
- -ή, -ό / τοξευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τοξεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόξευση2. το θηλ. ως ουσ. η τοξευτικήη τέχνη τού να τοξεύει κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξευτικόν — τοξευτικός of archery masc acc sg τοξευτικός of archery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξευτικῆς — τοξευτικός of archery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξευτική — τοξευτικός of archery fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξευτικήν — τοξευτικός of archery fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)